ἄρτος

ἄρτος
ἄρτος
Grammatical information: m.
Meaning: `bread' (Od.).
Dialectal forms: Myc. atopoqo \/artopokʷos\/ `baker', s. πέσσω.
Compounds: ἀρτο-κόπος `baker' (Hdt.) w. metathesis. ἀρτοποίος X.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Hardly to ἀρ- `fit'. Pisani Ricerche Linguistiche 1, 141 derives it from Iranian *arta- `flour', which is impossible for a word already attested in Myc. Hubschmid Sardische Studien (Bern 1953) 104 adduces Basque. arto `id.', OSpan. artal `especie de empanada' etc. and considers the word as a substr. word (or is it a loan from Greek?). Improb. vW.
Page in Frisk: 1,156

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅρτος — ἄρτος , ἄρτος cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτος — cake masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • άρτος — ο η κυριότερη τροφή του ανθρώπου, το ψωμί, το καρβέλι: «άρτος ένζυμος», το συνηθισμένο ψωμί με μαγιά· «άρτος άζυμος», αυτός που δεν έχει μαγιά, ψωμί λειψό· «άγιος άρτος», αυτός που καθαγιάστηκε στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας και μετουσιώθηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλειφατίτης άρτος — ἀλειφατίτης ἄρτος, ο (Α) ψωμί παρασκευασμένο με προσθήκη λαδιού ή λίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφατα, πληθ. τής λ. ἄλειφαρ *] …   Dictionary of Greek

  • ἄρτω — ἄρτος cake masc nom/voc/acc dual ἄρτος cake masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Артос — (άρτος) Βсецелая просфора. Так называется большой раскрашенный и позолоченный хлеб, по краям которого пишется полный стих: Христос воскресе и проч., а в середине изображается либо крест, либо Воскресение Христово. В течение Светлой Недели он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἄρτε — ἄρτος cake masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοι — ἄρτος cake masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοιν — ἄρτος cake masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτοιο — ἄρτος cake masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”